- καρδιά
- Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο τμήμα της θωρακικής κοιλότητας, ανάμεσα στους δύο πνεύμονες.
Ανατομία. Η κ. έχει σχήμα πεπλατυσμένου κώνου με την κορυφή προς τα κάτω, εμπρός και αριστερά· στον ενήλικο ζυγίζει –κατά μέσο όρο– περίπου 270 γρ. Εσωτερικά διαιρείται σε τέσσερις κοιλότητες, από τις οποίες δύο βρίσκονται προς τα πάνω και ονομάζονται κόλποι (δεξιός και αριστερός) και δύο βρίσκονται προς τα κάτω και αποκαλούνται κοιλίες (δεξιά και αριστερή). Στον δεξιό κόλπο εκβάλλουν οι κοίλες φλέβες, άνω και κάτω, και ο στεφανιαίος κόλπος, που μεταφέρουν στην κ. το φλεβικό αίμα από όλες τις περιοχές του σώματος.
Μία βαλβίδα, που σχηματίζεται από τρία πέταλα ή μεμβρανώδεις γλωχίνες και γι’ αυτό ονομάζεται τριγλώχινη, θέτει σε επικοινωνία τον δεξιό κόλπο με τη δεξιά κοιλία· από αυτή την κοιλότητα εκπορεύεται η πνευμονική αρτηρία, η οποία με ένα σύστημα βαλβίδων εμποδίζει την παλινδρόμηση του αίματος στην κ. Αυτό το βαλβιδικό σύστημα αποτελείται από τρεις γλωχίνες τοποθετημένες σαν φωλιά χελιδονιού, οι οποίες καλούνται πνευμονικές μηνοειδείς βαλβίδες. Η πνευμονική αρτηρία οδηγεί το αίμα στους πνεύμονες: εκεί το αίμα εμπλουτίζεται με οξυγόνο και επιστρέφει στην κ. διαμέσου των τεσσάρων πνευμονικών φλεβών που εκβάλλουν στον αριστερό κόλπο, απ’ όπου, μέσω ενός βαλβιδικού συστήματος που αποτελείται από δύο γλωχίνες –μιτροειδής βαλβίδα– φτάνει στην αριστερή κοιλία. Από την κοιλότητα αυτή εκπορεύεται η αορτή, εφοδιασμένη με ένα βαλβιδικό σύστημα, το οποίο αποτελείται από τις μηνοειδείς βαλβίδες της αορτής. Με τη βοήθεια της τελευταίας το αίμα αποστέλλεται από την κ. ως αρτηριακό σε όλο τον οργανισμό.
Η κ. αποτελείται από έναν ειδικό τύπο μυϊκού ιστού, το μυοκάρδιο, μέσα στον οποίο διακλαδίζεται δίκτυο νευρικών ινών (ερεθισμαγωγό σύστημα), οι οποίες εκτελούν τη λειτουργία αγωγής του ερεθίσματος που προκαλεί τη συστολή της κ. Αυτό το εξειδικευμένο και αυτόνομο δίκτυο της κ. περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά ανατομικά μέρη: τον φλεβόκομβο (ή κόμβο των Κέιθ και Φλακ), που βρίσκεται στο τοίχωμα του δεξιού κόλπου κοντά στο στόμιο της πάνω κοίλης φλέβας, και τον κόμβοτου Ταβάρα, που βρίσκεται στο μεσοκολπικό διάφραγμα. Από τον κόμβο του Ταβάρα συνεχίζεται το δεμάτιο του Χις, που διαιρείται σε δύο σκέλη, δεξιό και αριστερό, στο ύψος των αντίστοιχων κοιλιών· το δεμάτιο του Χις διαιρείται στα τελικά κλωνία, τα οποία σχηματίζουν το δίκτυο του Πούρκινιε κάτω από το ενδοκάρδιο.
Το ενδοκάρδιο είναι η λεία και λεπτή μεμβράνη που καλύπτει εσωτερικά το μυοκάρδιο και επενδύει τις καρδιακές κοιλότητες. Το μυοκάρδιο και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων που εκβάλλουν ή εκπορεύονται από τις τέσσερις καρδιακές κοιλότητες είναι καλυμμένα εξωτερικά από έναν διπλό οροϊνώδη θύλακο, το περικάρδιο. Δέσμες ινών, που ξεκινούν από το περικάρδιο, συνδέουν την κ. με τα τοιχώματα του θώρακα και τα διάφορα γειτονικά όργανα. Έτσι δημιουργούνται σύνδεσμοι μεταξύ του περικαρδίου και του διαφράγματος, του στέρνου, του θυρεοειδούς αδένα, των σπονδύλων, του οισοφάγου, της τραχείας, της αορτής και των βρόγχων.
Το μυοκάρδιο εφοδιάζεται με αίμα από τη δεξιά και την αριστερή στεφανιαία αρτηρία· από αυτές τις αρτηρίες διέρχεται περίπου το 10% του αίματος που ξεκινά από την κ.· το ποσό του αίματος είναι ανάλογο με την ποσότητα του οξυγόνου που απαιτείται για την καρδιακή λειτουργία. Οι δύο κύριες στεφανιαίες αρτηρίες υποδιαιρούνται σε πολυάριθμους κλάδους, οι οποίοι αναστομώνονται μεταξύ τους, εξασφαλίζοντας διαρκή παροχή αίματος, και κατά συνέπεια οξυγόνου, σε όλες τις περιοχές του μυοκαρδίου. Με το φλεβικό δίκτυο που καταλήγει στη στεφανιαία φλέβα όλο αυτό το αίμα επιστρέφει στην κ. από τον στεφανιαίο κόλπο, ο οποίος εκβάλλει στον δεξιό κόλπο.
Εμβρυολογία. Στις πρώτες εβδομάδες της ενδομήτριας ζωής, η κ. αντιπροσωπεύεται (όπως στα ψάρια) από έναν και μοναδικό σωλήνα, ο οποίος τον δεύτερο και τρίτο μήνα και έπειτα από διαδοχικές διαιρέσεις με διαφράγματα μετατρέπεται σε ένα όργανο με τέσσερις κοιλότητες, οι οποίες επικοινωνούν προσωρινά μεταξύ τους: τους δύο κόλπους και τις δύο κοιλίες. Συγχρόνως, αυτός ο κοίλος σωλήνας μακραίνει και ύστερα από πολύπλοκες κινήσεις κάμψης και συστροφής σχηματίζονται δύο κόλποι (πάνω μέρος) και δύο κοιλίες (κάτω μέρος) σχεδόν στην τελική τους θέση. Αμέσως πριν από τη γέννηση ή ενίοτε κατά τη νεογνική περίοδο ολοκληρώνεται ο διαχωρισμός μεταξύ των κόλπων και των κοιλιών, ενώ αποκτούν την τελική τους ανατομική και λειτουργική μορφή τα στόμια μεταξύ των κόλπων και των κοιλιών καθώς και τα στόμια μεταξύ κοιλιών και μεγάλων αρτηριακών αγγείων (αορτής και πνευμονικής).
Φυσιολογία. Οι γνώσεις μας για τη φυσιολογία της κ. αποκτήθηκαν σχετικά πρόσφατα. Τον 17o αι. εξήχθησαν κάποια συμπεράσματα για τη διπλή κυκλοφορία και τον μηχανισμό της κ., χάρη στις μελέτες του Γουίλιαμ Χάρβεϊ· λίγο αργότερα ο Μαλπίγκι περιέγραψε την τριχοειδική κυκλοφορία. Τον 19ο αι. η φυσιολογία της κ. σημείωσε νέες προόδους, που οφείλονταν στην κατανόηση της νευρικής ρύθμισης, στις νέες δυνατότητες μελέτης των ενδοκαρδιακών πιέσεων και, τέλος, στην περιγραφή του αυτόματου συστήματος του καρδιακού παλμού από τους Χις, Άσκοφ και Ταβάρα.
Η κ. παρομοιάζεται με μια αντλία. Περιλαμβάνει δύο παράλληλα ανεξάρτητα κυκλώματα: τη δεξιά κ., που μεταφέρει από τους ιστούς στους πνεύμονες αίμα γεμάτο διοξείδιο του άνθρακα, και την αριστερή κ., που παίρνει από τους πνεύμονες αίμα πλούσιο σε οξυγόνο και το διανέμει σε όλα τα μέρη του σώματος. Για να γίνει αυτό, ο καρδιακός μυς συσπάται (συστολή), εκτοξεύοντας το αίμα στις αρτηρίες, και στη συνέχεια χαλαρώνει (διαστολή), για να ξαναγεμίσει αίμα. Αυτά τα δύο φαινόμενα πραγματοποιούνται σε τέσσερις φάσεις: συστολή, εξώθηση, χαλάρωση και πλήρωση.
Η συστολή των κόλπων προηγείται από εκείνη των κοιλιών. Συγχρόνως, οι κολποκοιλιακές βαλβίδες (μιτροειδής και τριγλώχινη) ανοίγουν, αφήνοντας το αίμα να περάσει από τους κόλπους στις κοιλίες· στη συνέχεια ξανακλείνουν, εμποδίζοντας έτσι την παλινδρόμηση του αίματος προς τους κόλπους. Τότε ανοίγουν οι μηνοειδείς βαλβίδες υπό την πίεση του αίματος και παραμένουν ανοιχτές όσο διαρκεί το πέρασμά του στις αρτηρίες· τέλος, όταν η ενδοκοιλιακή πίεση ελαττώνεται, ξανακλείνουν για να αποφευχθεί η παλινδρόμηση του αίματος στις κοιλίες. Η αλληλοδιαδοχή αυτών των φάσεων συμπληρώνεται φυσιολογικά σε 7-8 δέκατα του δευτερολέπτου και αποκαλείται καρδιακός κύκλοςκαρδιακή περίοδος. Κατά τη διάρκεια του καρδιακού παλμού παράγονται δύο καρδιακοί ήχοι, εκ των οποίων ο πρώτος αντιπροσωπεύει τη συστολική σύσπαση και το κλείσιμο των κολποκοιλιακών βαλβίδων και ο δεύτερος το κλείσιμο των αορτικών και πνευμονικών βαλβίδων στην αρχή της διαστολής. Ο ρυθμός του καρδιακού παλμού ελέγχεται από το αυτόνομο καρδιακό σύστημα. Η προσεκτική ακρόαση της κ. μέσω του ιατρικού στηθοσκοπίου (καρδιακοί χτύποι, φυσήματα) και το ηλεκτροκαρδιογράφημα για την καταγραφή τους είχαν και, παρά την αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας, εξακολουθούν να έχουν μεγάλη διαγνωστική χρησιμότητα. Στο άτομο που βρίσκεται σε ανάπαυση η αορτή και η πνευμονική αρτηρία δέχονται αντίστοιχα περίπου 70 κ. εκ. αίματος σε κάθε συστολή: σε κάθε λεπτό περίπου 5 λίτρα αίματος εισέρχονται στη μεγάλη και μικρή κυκλοφορία· κατά την εκτέλεση μυϊκής εργασίας η ποσότητα του αίματος που εξωθείται από κάθε κοιλία σε κάθε συστολή (ο επονομαζόμενος όγκος παλμού) μπορεί να αυξηθεί έως 120-220 κ. εκ. και ο όγκος αίματος ανά λεπτό ανέρχεται, με την αύξηση της συχνότητας των καρδιακών παλμών (που φυσιολογικά είναι 70 παλμοί το λεπτό), σε 20-40 λίτρα.
Η προσαρμοστικότητα της κ. στις απαιτήσεις της κυκλοφορίας, δηλαδή στις ανάγκες της περιφέρειας σε οξυγόνο, εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά των μυϊκών της ινών, από την ευαισθησία τους σε ορισμένες ορμονικές ουσίες και τέλος από τις συνδέσεις της κ. με το νευρικό σύστημα (καρδιακό πλέγμα με συμπαθητικές και παρασυμπαθητικές ίνες).
Διαγνωστικές μέθοδοι. Πολυάριθμα είναι τα μέσα που βρίσκονται στη διάθεση του ειδικού για να εξετάσει την καρδιακή λειτουργία, πέρα από την ακρόαση με το στηθοσκόπιο. Ανάμεσα στις μεθόδους που συνηθέστερα χρησιμοποιούνται συγκαταλέγονται το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το υπερηχογράφημα, η ακτινογραφία (που δίνει μια φωτογραφική εικόνα της κ., με την οποία μπορεί να προσδιοριστεί ο όγκος και το σχήμα των διαφόρων τμημάτων της), η ακτινοσκόπηση (που επιτρέπει την εκτίμηση των κινήσεών της), ο καθετηριασμός της κ. (με τον οποίο διερευνώνται οι καρδιακές κοιλότητες, τα καρδιακά αγγεία και οι βαλβίδες), η αγγειοκαρδιογραφία (ακτινοδιαγνωστική μέθοδος που διενεργείται μέσω του καρδιακού καθετηριασμού και αποβλέπει στην απεικόνιση των κοιλοτήτων της κ. και των μεγάλων αγγείων έπειτα από έγχυση σκιαγραφικής ουσίας υδατοδιαλυτού ιωδίου με ειδική αυτόματη συσκευή και ταυτόχρονη λήψη έξι ακτινογραφιών το δευτερόλεπτο) και το σπινθηρογράφημα με ραδιενεργό θάλλιο.
Συγγενείς καρδιοπάθειες. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο της ιατρικής που πρόσφατα απέκτησε μεγάλη σημασία λόγω της ταχείας προόδου που συντελέστηκε από την καρδιοχειρουργική· ο κλάδος αυτός προχώρησε σε επεμβάσεις που άλλοτε ήταν αδιανόητες. Οι συγγενείς καρδιοπάθειες είναι δυσπλασίες (διαμαρτίαι περί τη διάπλασιν), που οφείλονται σε αλλοιώσεις του σχηματισμού της κ. κατά τη διάρκεια της κύησης, αλλά η αιτιολογία τους δεν είναι ακόμα πλήρως γνωστή. Είναι μάλλον συχνές, αν ληφθεί υπόψη ότι εμφανίζονται στο 0,5% έως 0,8% του συνόλου των νεογνών.
Από παθολογική άποψη, διακρίνονται σε καρδιοπάθειες δίχως διαρροή (shunt) αίματος από τις δεξιές κοιλότητες προς τις αριστερές και σε καρδιοπάθειες με φλεβο-αρτηριακή διαρροή.
Οι καρδιοπάθειες χωρίς διαρροή γενικά αντιπροσωπεύονται από ανωμαλίες (στενώσεις) των βαλβίδων, της πνευμονικής αρτηρίας, της αορτής ή των υπόλοιπων μεγάλων αγγείων.
Οι καρδιοπάθειες με διαρροή μπορεί να είναι απλώς μια παθολογική παραμονή απευθείας επικοινωνίας μεταξύ δεξιού και αριστερού κόλπου ή μεταξύ δεξιάς και αριστερής κοιλίας. Δεν είναι σπάνιοι οι πολύπλοκοι τύποι, στους οποίους συνυπάρχουν διάφορες ανωμαλίες· ο συχνότερος και πιο γνωστός μεταξύ αυτών είναι η τετραλογία του Φαλό, στην οποία συνυπάρχουν στένωση της πνευμονικής αρτηρίας, παθολογική επικοινωνία μεταξύ δεξιάς και αριστερής κοιλίας, αορτή που ξεκινά και από τις δύο κοιλίες και υπερτροφία της δεξιάς κοιλίας.
Όταν υπάρχει παθολογική επικοινωνία μεταξύ των δύο τμημάτων (δεξιού και αριστερού) της κ., το φλεβικό αίμα περνά από τις δεξιές κοιλότητες στις αριστερές και ανακατεύεται με το αρτηριακό αίμα· έτσι μια ορισμένη ποσότητα αίματος ξαναφεύγει από την κ., δίχως να περάσει από τους πνεύμονες και επομένως χωρίς να οξυγονωθεί.
Έτσι, το δέρμα και οι βλεννογόνοι, που φυσιολογικά έχουν ερυθρό χρώμα χάρη στο αρτηριακό αίμα (οξυγονωμένο), αποκτούν κυανωπό, κυανωτικό χρώμα, εξαιτίας ακριβώς αυτής της ποσότητας του φλεβικού αίματος (κυανού) που δεν πέρασε από τους πνεύμονες. Τα άτομα που πάσχουν από συγγενείς καρδιοπάθειες με διαρροή δεξιά-αριστερά (ή φλεβο-αρτηριακή) λέγεται ότι πάσχουν από κυανή νόσο.
Επίκτητες καρδιοπάθειες. Η κ., όπως όλα τα όργανα, μπορεί να προσβληθεί από τη δράση μικροβίων, ιών ή άλλων παθογόνων παραγόντων. Η προσβολή του θύλακα που περιβάλλει την κ. ονομάζεται περικαρδίτιδα, του μυοκαρδίου μυοκαρδίτιδα και του ενδοκαρδίου ενδοκαρδίτιδα. Η νόσος που συχνότερα προσβάλλει την κ. είναι ο ρευματικός πυρετός. Πρόκειται για μια νόσο μικροβιακής προέλευσης, που οφείλεται στον β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο. Προσβάλλει κάθε μέρος της κ., αλλά η εκλεκτική της εντόπιση είναι ο ιστός των βαλβίδων και ιδιαίτερα της μιτροειδούς. Την οξεία φλεγμονώδη φάση ακολουθεί μια εκφυλιστική φάση σκλήρυνσης, που παραμορφώνει τις βαλβίδες και αλλοιώνει τη φυσιολογική τους κινητικότητα. Είναι νόσος της δεύτερης παιδικής ηλικίας, που εκδηλώνεται με πυρετό και ενίοτε με πόνους στις αρθρώσεις, οι οποίες εμφανίζονται κόκκινες, πρησμένες και ζεστές. Σε σύντομο χρονικό διάστημα (συνήθως εντός των δύο πρώτων εβδομάδων της νόσου) μπορεί να παρουσιαστεί και καρδιακό φύσημα. Γενικά, έχει προηγηθεί στρεπτοκοκκική λοίμωξη των ανώτερων αναπνευστικών οδών (αμυγδαλίτιδα, φαρυγγίτιδα κ.ά.), οπότε είναι απαραίτητο κάθε στρεπτοκοκκική κυνάγχη που εμφανίζεται κατά την παιδική ηλικία να αντιμετωπίζεται με τα κατάλληλα αντιβιοτικά. Όταν διαγνωστεί η νόσος, η χορήγηση αντιβιοτικών, ασπιρίνης ή κορτικοστεροειδών αποτρέπει την πρόκληση σοβαρής καρδιακής βλάβης. Δυστυχώς, συχνά, αυτή η νόσος περνάει απαρατήρητη και μόνο όταν ανακαλύπτεται η καρδιακή βλάβη γίνεται αναδρομικά η διάγνωση του ρευματικού πυρετού.
Οι επίκτητες βαλβιδοπάθειες είναι καρδιακές βλάβες, οι οποίες είναι αποτέλεσμα κυρίως του ρευματικού πυρετού και σχεδόν πάντα εντοπίζονται στα βαλβιδικά στόμια της αριστερής κ. (μιτροειδής και αορτική βαλβίδα), προκαλώντας στένωση ή ατελές κλείσιμο (ανεπάρκεια) των βαλβίδων.
Η στένωση της μιτροειδούς χαρακτηρίζεται από τη μερική συγκόλληση διαφόρου βαθμού των ελεύθερων χειλέων των γλωχίνων της βαλβίδας: έτσι παρεμποδίζεται η ροή του αίματος από τον αριστερό κόλπο στη σύστοιχη κοιλία και αυξάνει η πίεσή του στον αριστερό κόλπο. Αυτή η αύξηση της πίεσης μεταδίδεται παθητικά στα ανώτερα τμήματα, στις πνευμονικές φλέβες και στη συνέχεια στη δεξιά κ., η οποία, ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, καθίσταται ανεπαρκής να αντεπεξέλθει στο έργο της. Επιπλέον, η αύξηση της πίεσης στον αριστερό κόλπο, που προκαλεί τη διάτασή του, έχει δύο αποτελέσματα: την επιβράδυνση της ροής του αίματος στον κόλπο (εξαιτίας της οποίας μπορεί να σχηματιστούν πήγματα που περνούν στην κυκλοφορία και προκαλούν εμβολές) και αλλοιώσεις των νευρικών ινών του κολπικού τοιχώματος, που είναι αιτία αρρυθμιών.
Κατά την ακρόαση, η στένωση της μιτροειδούς γίνεται αντιληπτή από την παρουσία διαστολικού φυσήματος. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται, εκτός από τη συμπτωματολογία και την αντικειμενική εξέταση, από τον ηλεκτροκαρδιογραφικό, φωνοκαρδιογραφικό και ακτινολογικό έλεγχο καθώς επίσης από τον καθετηριασμό της κ.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί με μια ειδική χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία επιχειρείται είτε απλή διεύρυνση –με το δάχτυλο συνήθως– της στενωμένης μιτροειδούς βαλβίδας (βαλβιδοτομή) είτε αντικατάσταση της βαλβίδας με διαφόρων τύπων προσθετικές βαλβίδες. Πρόκειται για πολύπλοκη και αρκετά επικίνδυνη επέμβαση, ωστόσο τα αποτελέσματά της είναι στις ημέρες μας πολύ ενθαρρυντικά.
Η ανεπάρκεια της μιτροειδούς αποτελεί καρδιακή βλάβη, που χαρακτηρίζεται από ατελές κλείσιμο του αριστερού κολποκοιλιακού στομίου κατά τη συστολή. Κατά συνέπεια, ενώ διαρκεί η συστολή της κ., ένα μέρος του αίματος παλινδρομεί προς τον αριστερό κόλπο. Έτσι προκαλείται διάταση και υπερτροφία της αριστερής κοιλίας, αφού πρέπει να στέλνει αίμα όχι μόνο προς την αορτή αλλά και προς τον σύστοιχο κόλπο μέσα από το μιτροειδές στόμιο που παραμένει ανοιχτό. Το επιπλέον ποσόν αίματος που φτάνει στον αριστερό κόλπο επιφέρει τη διάτασή του και, όπως και στη στένωση της μιτροειδούς, προκαλούνται αλλοιώσεις του καρδιακού ρυθμού. Στην ακρόαση γίνεται αντιληπτό ένα συστολικό φύσημα που περιγράφεται σαν φύσημα ατμομηχανής. Όπως και για τη στένωση της μιτροειδούς, η διάγνωση επιβεβαιώνεται με τον ηλεκτροκαρδιογραφικό, ακτινολογικό και φωνοκαρδιογραφικό έλεγχο καθώς και με καθετηριασμό της κ.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση αυτής της πάθησης είναι κυρίως συντηρητική, καθώς οι διάφοροι τύποι χειρουργικής επέμβασης (πλαστική του κολποκοιλιακού στομίου και προσθετικές βαλβίδες) συνήθως δεν αποφέρουν θετικά αποτελέσματα.
Η στένωση της αορτής είναι καρδιακή βλάβη, που χαρακτηρίζεται από στένωση του στομίου επικοινωνίας μεταξύ αριστερής κοιλίας και αορτής. Αυτό προκαλεί δυσχέρεια κένωσης της αριστερής κοιλίας προς την αορτή και έχει πρώτη συνέπεια την ανεπαρκή αιμάτωση των διαφόρων οργάνων και ιστών, εξαιτίας της οποίας μπορεί να εμφανιστούν ίλιγγοι, λιποθυμίες και κρίσεις στηθάγχης. Από το άλλο μέρος, η αριστερή κοιλία υπερτρέφεται στην προσπάθειά της να αποστείλει όσο το δυνατόν περισσότερο αίμα στην αορτή και έτσι, με το πέρασμα του χρόνου, καθίσταται ανεπαρκής. Στην ακρόαση γίνεται αντιληπτό ένα συστολικό φύσημα, που επεκτείνεται προς τα πάνω, δηλαδή κατά μήκος των αγγείων του λαιμού (υποκλείδια αρτηρία, καρωτίδα). Οι εργαστηριακές εξετάσεις (ηλεκτροκαρδιογράφημα κ.ά.) επιβεβαιώνουν τη διάγνωση. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της πάθησης είναι συντηρητική· αν όμως οι στηθαγχικές κρίσεις είναι συχνές ή εμφανίζονται λιποθυμίες, πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα χειρουργικής επέμβασης. Στην περίπτωση αυτή αντικαθίσταται η αορτική βαλβίδα με προσθετική βαλβίδα ή μεταμοσχεύονται βαλβίδες ανθρώπου ή ακόμα και ζώου.
Η ανεπάρκεια της αορτής μπορεί να οφείλεται τόσο σε αλλοίωση του ελεύθερου χείλους των μηνοειδών βαλβίδων που αδυνατούν να κλείσουν πλήρως το αορτικό στόμιο κατά τη διάρκεια της διαστολής όσο και σε διάτρηση μίας από τις γλωχίνες. Αυτό προκαλεί, κατά τη διάρκεια της διαστολής, παλινδρόμηση του αίματος από την αορτή προς την αριστερή κοιλία· όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η παλινδρόμηση τόσο περισσότερο διευρύνεται η αριστερή κοιλία και η ανεπάρκειά της επιταχύνεται. Η διαπίστωση διαστολικού φυσήματος κατά την ακρόαση επιτρέπει τη διάγνωση. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ανεπάρκειας της αορτής είναι κυρίως συντηρητική· όταν αυτού του είδους η θεραπεία αποδεικνύεται ανεπιτυχής, κρίνεται απαραίτητη η χειρουργική επέμβαση, για να αντικατασταθεί η κατεστραμμένη βαλβίδα με προσθετική βαλβίδα ή για να γίνει μεταμόσχευση με βαλβίδες ανθρώπου ή ζώου.
Παθήσεις των στεφανιαίων αρτηριών. Οι παθήσεις αυτές αντιπροσωπεύονται κυρίως από τη στηθάγχη και το έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η συχνότερη αιτία είναι η αρτηριοσκλήρυνση, παράγοντας που προκαλεί σκλήρυνση, στένωση, έως και πλήρη απόφραξη των στεφανιαίων αρτηριών, λόγω του σχηματισμού της αθηρωματικής πλάκας (χοληστερόλη και λίπη που εναποτίθενται στο εσωτερικό του αυλού του αγγείου). Πολυάριθμοι παράγοντες ευνοούν την ανάπτυξη αυτών των παθήσεων· μεταξύ αυτών είναι το στρες, η υπερλιπιδαιμική δίαιτα και η παχυσαρκία, οι ανωμαλίες του μεταβολισμού των λιπών, ο διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση και το κάπνισμα. Η συμπτωματολογία της στηθάγχης χαρακτηρίζεται από δύσπνοια και πόνο στο στήθος, ιδίως κατά τη διάρκεια σωματικής άσκησης. Η θεραπεία, εκτός από την καταπολέμηση των προδιαθεσικών παραγόντων, μπορεί να γίνει με φάρμακα, με καθετηριασμό με μπαλονάκι (διαδερμική διαυλική στεφανιαία αγγειοπλαστική), ακόμα και με χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία φλεβικό μόσχευμα από την κνήμη του ασθενούς χρησιμοποιείται ως παράκαμψη στο σημείο όπου το στεφανιαίο αγγείο εμφανίζει σοβαρή στένωση ή απόφραξη (bypass). Βλ. λ. έμφραγμα.
Καρδιακή ανεπάρκεια. Η καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να είναι το αποτέλεσμα οποιασδήποτε καρδιοπάθειας: συγγενούς, ρευματικής, μικροβιακής, στεφανιαίας ή υπερτασικής.
Στην περίπτωση αυτή η κ. χτυπά ταχύτερα, ακανόνιστα, με λιγότερη δύναμη. Έτσι είναι ανίκανη να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αιματικής κυκλοφορίας και μια ποσότητα αίματος λιμνάζει στις φλέβες, στα αγγεία του πνεύμονα ή στο ήπαρ. Η στάση του αίματος στους πνεύμονες εκδηλώνεται με δύσπνοια, ηπατική διόγκωση και πιθανώς ασκίτη στις φλέβες της περιφέρειας, με οιδήματα στα κάτω άκρα. Οι αλλοιώσεις του καρδιακού ρυθμού, η κολπική μαρμαρυγή, οι ταχυκαρδίες παροξυσμικού τύπου κ.ά. είναι συνήθεις. Συχνά εμφανίζονται αλλοιώσεις του εγκεφάλου εξαιτίας της στάσης του αίματος, θρομβοεμβολικά επεισόδια –κυρίως στους πνεύμονες– και συλλογή υγρού στην υπεζωκοτική κοιλότητα. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας βασίζεται κυρίως στα εξής σημεία: ελάττωση της φυσικής δραστηριότητας, πρόσληψη υγρών και άλατος με τη δίαιτα και χορήγηση καρδιοτονωτικών, μεταξύ των οποίων η δακτυλίτιδα, και διουρητικών· ανάλογα με τη συμπτωματολογία θα πρέπει ενδεχομένως να αφαιρεθεί υγρό από την υπεζωκοτική κοιλότητα, να χορηγηθούν καταπραϋντικά, να εφαρμοστεί αντιπηκτική αγωγή για την πρόληψη θρομβοεμβολικών επεισοδίων ή να χορηγηθεί οξυγόνο.
Σημεία βελτίωσης είναι η μείωση της δύσπνοιας, η υποχώρηση των οιδημάτων, η αύξηση της διούρησης και η επιβράδυνση του καρδιακού ρυθμού.
Διαταραχές του καρδιακού ρυθμού. Οι μικρές παραλλαγές στον καρδιακό ρυθμό συνήθως δεν γίνονται αντιληπτές και δεν έχουν παθολογική σημασία. Οι μεγαλύτερες όμως διαταραχές (αρρυθμίες) μπορεί να προκαλέσουν από ελαφρά ζάλη έως και θάνατο. Ανάλογα με την περιοχή της κ. όπου γεννιέται το ερέθισμα για τη σύσπαση του μυοκαρδίου και ανάλογα με το αν ακολουθεί ή όχι φυσιολογική οδό, οι αρρυθμίες διακρίνονται σε τρεις ομάδες: διαταραχές του φλεβοκομβικού ρυθμού, έκτοποι ρυθμοί και διαταραχές του ερεθισμαγωγού συστήματος. Οι πρώτες μπορεί να συνίστανται σε πολύ ταχύ ρυθμό (φλεβοκομβική ταχυκαρδία), πολύ βραδύ ρυθμό (φλεβοκομβική βραδυκαρδία), ακανόνιστο ρυθμό (φλεβοκομβική αρρυθμία) ή βραχεία καρδιακή παύση (φλεβοκομβική παύση). Στους έκτοπους ρυθμούς το ερέθισμα δεν γεννιέται, όπως θα ήταν φυσιολογικό, στον φλεβόκομβο. Όταν το ερέθισμα προκαλείται στον κόμβο του Ταβάρα, τότε γίνεται λόγος για κομβικό (ή κολποκοιλιακό) ρυθμό· σε περίπτωση βραχείας διέγερσης ενός έκτοπου κέντρου, είναι πιθανή μια εκτακτοσυστολή, πρόωρη συστολή της κ., η προέλευση της οποίας μπορεί να αναζητηθεί στους κόλπους, στον κόμβο του Ταβάρα ή στις κοιλίες.
Μια διέγερση που διαρκεί περισσότερο, χωρίς να είναι μόνιμη, προκαλεί κρίση παροξυσμικής ταχυκαρδίας· αν η διέγερση είναι μόνιμη, μπορεί να εκδηλωθεί κλινικά ως κολπική μαρμαρυγή (κατάσταση στην οποία οι κόλποι παρουσιάζουν ταχύτατες, ακανόνιστες και ανεπαρκείς συστολές· οι κοιλίες συσπώνται επίσης ακανόνιστα αλλά πιο αργά) ή ως κολπικός πτερυγισμός, στον οποίο ο κολπικός ρυθμός είναι κανονικός αλλά γρήγορος (300 συστολές στο λεπτό) και οι κοιλίες συστέλλονται μία φορά κάθε δύο, τρεις ή τέσσερις συστολές των κόλπων.
Οι διαταραχές της αγωγιμότητας ή αποκλεισμοί χαρακτηρίζονται από επιβράδυνση της μεταβίβασης του ερεθίσματος διαμέσου του ερεθισμαγωγού συστήματος της κ. Η πιο σημαντική από αυτές τις αρρυθμίες είναι ο πλήρης καρδιακός (κολποκοιλιακός) αποκλεισμός, κατά τον οποίο το ερέθισμα δεν περνάει από τους κόλπους στις κοιλίες και οι κοιλίες συστέλλονται ανεξάρτητα από τους κόλπους. Οι κόλποι συνεχίζουν να συστέλλονται με τον ρυθμό που τους επιβάλλεται από τον φλεβόκομβο, ενώ οι συστολές των κοιλιών ανταποκρίνονται σε ερεθίσματα που ξεκινούν από ένα χαμηλότερο αυτόνομο κέντρο. Αποτέλεσμα αυτού είναι ένας πολύ αργός ρυθμός (30-40 παλμοί το λεπτό), που εκδηλώνεται κλινικά με λιποθυμίες, οι οποίες μπορεί να συνοδεύονται και από σπασμούς λόγω ανεπαρκούς αιμάτωσης του εγκεφάλου (νόσος των Μοργκάνι-Άνταμς-Στοκς).
Τα μέσα που χρησιμοποιούνται περισσότερο για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των διαταραχών του καρδιακού ρυθμού είναι η δακτυλίτιδα, η κινιδίνη, η προκαϊναμίδη, η ισοπροπυλνοραδρεναλίνη και άλλες φαρμακευτικές ουσίες καθώς και η ηλεκτροθεραπεία.
Τα ηλεκτρικά μέσα (ηλεκτροθεραπεία) διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: εκείνα που ρυθμίζουν μια καρδιακή αρρυθμία με εξωτερικά ηλεκτρικά ερεθίσματα και εκείνα που αντικαθιστούν το ελαττωματικό κέντρο παραγωγής των ερεθισμάτων (ηλεκτρικοί βηματοδότες). Τα εξωτερικά ηλεκτρικά ερεθίσματα δημιουργούνται από μια ειδική συσκευή που αποκαλείται απινιδωτής και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική αντιμετώπιση ορισμένων μορφών κολπικής μαρμαρυγής (ινιδισμός), κολπικού πτερυγισμού και κοιλιακής μαρμαρυγής.
Οι ηλεκτρικοί βηματοδότες είναι μικρές συσκευές που παράγουν ηλεκτρικά ερεθίσματα με συχνότητα 60-70 ανά λεπτό. Γενικά τοποθετούνται κάτω από το δέρμα της κοιλιακής χώρας και συνδέονται με την κ. μέσω λεπτών συρμάτων, το άκρο των οποίων στερεώνεται στο τοίχωμα της αριστερής κοιλίας. Η εφαρμογή τους προσφέρεται κυρίως στους πλήρεις καρδιακούς αποκλεισμούς που συνοδεύονται από λιποθυμικές κρίσεις.
Χειρουργική. Εκτός από ορισμένες σπανιότατες απόπειρες καρδιακής επέμβασης του 19ου αι., η καρδιοχειρουργική άρχισε να αναπτύσσεται περίπου το 1938, χάρη στις προόδους της αναισθησιολογίας και της ανάνηψης. Ο πρώτος που πραγματοποίησε εγχείρηση κ. φαίνεται ότι ήταν ο Γκρος στη Βοστόνη, τον οποίο ακολούθησε το 1944 ο Κ. Κράφορντ, ο οποίος επιχείρησε μια επέμβαση διόρθωσης στένωσης του ισθμού της αορτής στη Στοκχόλμη. Το ίδιο έτος ο Α. Μπλέιλοκ και ο Τάουσινγκ στη Βαλτιμόρη εγχείρησαν με επιτυχία έναν ασθενή που έπασχε από κυανή νόσο. Στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η καρδιοχειρουργική –παρά τις αναμφισβήτητες προόδους– περιοριζόταν ακόμα σε επεμβάσεις στα μεγάλα αγγεία που συνδέονται με τις καρδιακές κοιλότητες. Μόνο το 1948 πραγματοποιήθηκε η πρώτη εγχείρηση στο εσωτερικό της κ. Πράγματι, ο Μπέιλι στη Φιλαδέλφεια εγχείρησε με κλειστή κ. (δηλαδή ενώ το όργανο συνέχιζε τη λειτουργία του) έναν ασθενή που έπασχε από στένωση της μιτροειδούς. Τον ίδιο χρόνο ο Μπροκ και ο Σέλορς εγχείρησαν στο Λονδίνο έναν ασθενή με στένωση του πνευμονικού στομίου. Ωστόσο, χρειάστηκε να περάσουν άλλα έξι χρόνια πριν εφαρμοστεί η χειρουργική τεχνική της ανοιχτής κ., ή –όπως συνηθίζεται να αποκαλείται– της εξωσωματικής κυκλοφορίας. Με τη μέθοδο αυτή η κ. απομονώνεται από την κυκλοφορία και η λειτουργία προώθησης του αίματος στα αγγεία εκτελείται από την επονομαζόμενη καρδιοπνευμονική συσκευή, που κατορθώνει να πραγματοποιεί μια αιμοδυναμική κατάσταση παρόμοια με τη φυσιολογική.
Οι πρώτες καρδιοπνευμονικές συσκευές κατασκευάστηκαν από τους Γκίμπον, Κέρκλιν και Ντε Γουόλ. Αποτελούνται από αντλίες εμφυτευμένες ή εξωτερικά τοποθετημένες –που ωθούν το αίμα με παλμό προς την επιθυμητή κατεύθυνση– και από ένα σύστημα οξυγόνωσης του αίματος. Χρησιμοποιούνται για την αύξηση της λειτουργίας μίας ή και των δύο κοιλιών της κ. Αφού καθετηριαστούν οι κοίλες φλέβες, το αίμα αναρροφάται από αυτές με την καρδιοπνευμονική συσκευή και, αφού οξυγονωθεί και απαλλαγεί από το διοξείδιο του άνθρακα, επανεισάγεται στην αρτηριακή κυκλοφορία του ασθενούς με έναν καθετήρα, που τοποθετείται στην υποκλείδιο αρτηρία. Οι αντλίες είναι δύο τύπων. Η πρώτη αποτελείται από κυλίνδρους που περιστρέφονται γύρω από έναν οριζόντιο άξονα· αυτοί με εξωτερική πίεση μειώνουν προσωρινά τη διάμετρο του σωλήνα στον οποίο ρέει το αίμα. Η δεύτερη, που σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο, αποτελείται από μία σειρά βραχιόνων, οι οποίοι, όπως στα πλήκτρα του πιάνου, πιέζουν ο ένας μετά τον άλλο τον σωλήνα που περιέχει το αίμα.
Παράλληλα με την τελειοποίηση της καρδιοπνευμονικής συσκευής, λύθηκαν και άλλα δύο προβλήματα: η πλήρης ακινητοποίηση της κ. με την ανακάλυψη της υποθερμίας και το πρόβλημα του ινιδισμού των κοιλιών, πιθανό ενδεχόμενο της χειρουργικής επέμβασης, με την ανακάλυψη του ηλεκτρικού απινιδωτή. Η χειρουργική με εξωσωματική κυκλοφορία επιτρέπει την εκτέλεση ενός μεγάλου αριθμού λεπτών επεμβάσεων, που δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν διαφορετικά, ειδικότερα σε περιπτώσεις ανώμαλης επικοινωνίας μεταξύ των καρδιακών κοιλοτήτων και σε περιπτώσεις στενωτικών ή ανεπαρκών βαλβίδων λόγω βαριών παθολογικών διεργασιών. Σε αυτές τις εγχειρήσεις, που είναι και οι συχνότερες, πραγματοποιούνται (ανάλογα με τις περιπτώσεις) είτε διευρύνσεις είτε πλαστικές είτε, τέλος, αντικαταστάσεις με ομοιογενές ή ετερογενές υλικό των αλλοιωμένων βαλβίδων.
Η τελευταία μεγάλη κατάκτηση της καρδιοχειρουργικής είναι η μεταμόσχευση της κ., δηλαδή η αντικατάσταση της κ. που έχει υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες με την υγιή κατάλληλου δότη. Την πρώτη επέμβαση αυτού του είδους πραγματοποίησε ο Κ. Μπάρναρντ το 1967, στο νοσοκομείο Groote Schure του Κέιπταουν. Αρκετό καιρό πριν, πολλοί χειρουργοί, σε ολόκληρο τον κόσμο, είχαν εκτελέσει με επιτυχία μεταμοσχεύσεις κ. σε πιθήκους και σκύλους. Η χειρουργική τεχνική που χρησιμοποιείται σήμερα είναι περισσότερο ικανοποιητική, αλλά προβλήματα, όπως η επιλογή του κατάλληλου μοσχεύματος ή η απόρριψή του, εξακολουθούν να απασχολούν τους επιστήμονες. Η σημαντική πρόοδος στα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα οδήγησε σε περιπτώσεις όπου ασθενείς επέζησαν έως και 10 χρόνια μετά τη μεταμόσχευση κ.
καρδιοαγγειακό σύστημα. Ονομασία του δικτύου δομών που αποτελείται από την κ. και τα αιμοφόρα αγγεία, το οποίο αντλεί το αίμα, το διοχετεύει στους πνεύμονες, όπου οξυγονώνεται, και το μεταφέρει σε ολόκληρο το σώμα.
καρδιοαναπνευστικό μηχάνημα. Μηχάνημα που αναλαμβάνει προσωρινά τη λειτουργία της κ. και των πνευμόνων στη διάρκεια εγχείρησης κ. Κάθε φορά που στη χειρουργική είναι απαραίτητο να διακοπεί η λειτουργία της κ., είτε η επέμβαση γίνεται στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό της, το καρδιοαναπνευστικο παρακαμπτήριο μηχάνημα συνδέεται με τον ασθενή και αναλαμβάνει τη λειτουργία πνευμόνων και κ.
Φωτογραφία τεχνητής καρδιάς που αποτελείται από πλαστικά και μεταλλικά μέρη και τροφοδοτείται από μια μικρή μπαταρία. Η συγκεκριμένη τοποθετήθηκε το 2001 σε ασθενή στο Εβραϊκό Νοσοκομείο του Λούισβιλ των ΗΠΑ (φωτ. ΑΠΕ).
Εγχείριση για την τοποθέτηση τεχνητής καρδιάς (φωτ. ΑΠΕ).
Ο καρδιοχειρουργός Κρίστιαν Μπάρναρντ, ο οποίος πραγματοποίησε το 1967 την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς (φωτ. ΑΠΕ).
Χώρος καρδιοχειρουργικής μονάδας (φωτ. ΑΠΕ).
Η μπροστινή όψη μιας καρδιάς, τα στεφανιαία αγγεία (αρτηρίες και φλέβες) της οποίας έχουν διαποτιστεί με πλαστική ύλη, για να φανεί η πολυπλοκότητα στο δίκτυό τους.
Η πίσω όψη μιας καρδιάς, τα στεφανιαία αγγεία (αρτηρίες και φλέβες) της οποίας έχουν διαποτιστεί με πλαστική ύλη, για να φανεί η πολυπλοκότητα στο δίκτυό τους.
Τα στεφανιαία αγγεία (φλέβες και αρτηρίες) διακρίνονται καθαρά στην επιφάνεια της καρδιάς.
Σε μία καρδιά που πάσχει από στένωση της μιτροειδούς τα δύο ελεύθερα χείλη της μιτροειδούς βαλβίδας, που διακρίνονται στη φωτογραφία, συμφύονται εν μέρει μεταξύ τους και είναι αλλοιωμένα από εναποθέσεις αλάτων ασβεστίου. Έτσι παρεμποδίζεται το πέρασμα του αίματος από τον αριστερό κόλπο στην αριστερή κοιλία.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την εξέταση της καρδιακής λειτουργίας είναι το ηλεκτροκαρδιογράφημα, η ακτινογραφία, η ακτινοσκοπία, η αγγειοκαρδιογραφία κ.ά. (φωτ. ΑΠΕ).
Χώρος εξέτασης σε καρδιολογική κλινική (φωτ. ΑΠΕ).
Εγκάρσια τομή της καρδιάς: 1) αορτή, 2) κλάδοι της πνευμονικής αρτηρίας, 3) πνευμονικές φλέβες, 4) αριστερός κόλπος, 5) μιτροειδής βαλβίδα, 6) αριστερή κοιλία, 7) πάνω κοίλη φλέβα, 8) στόμιο της αορτής, 9) δεξιός κόλπος, 10) τριγλώχινη βαλβίδα, 11) δεξιά κοιλία, 12) κάτω κοίλη φλέβα, 13) στόμιο της πνευμονικής αρτηρίας.
Η καρδιά, θεμελιώδες όργανο της κυκλοφορίας του αίματος, βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του θώρακα, μεταξύ των δύο πνευμόνων, όπως φαίνεται στην εικόνα.
* * *και καρδία, η (AM καρδία, Α ιων. τ. καρδίη και κραδίη, αιολ. τ. κάρζα, κυπρ. τ. κορζία, Μ και καρδιά)1. κοίλο μυϊκό όργανο που αποτελεί το κεντρικό κινητήριο στοιχείο τής κυκλοφορίας τού αίματος2. μτφ. η έδρα τών συναισθημάτων, τών επιθυμιών και τών παθών τού ανθρώπου, η ψυχή3. διάθεση, θέληση, όρεξη («δουλεύει χωρίς καρδιά»)4. το εσώτερο μέρος τού κορμού και τών κλάδων ενός φυτού, η εντεριώνη5. φρ. εκκλ. «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» — ας ανατείνουμε προς τον θεό τις ψυχές μαςνεοελλ.1. μτφ. το μέσο μιας εποχής ή περιόδου ή κατάστασης, η ακμή, το κεντρικότερο και κυριότερο σημείο («στην καρδιά τού πολέμου»)2. άλλη ονομασία στρειδιού, το κυδώνι3. μικρό κόσμημα τών γυναικών με σχήμα καρδιάς4. το εσώτερο και τρυφερότερο μέρος φυτού ή καρπού (α. «η καρδιά τού καρπουζιού» β. «η καρδιά τού μαρουλιού»)5. ως προσφώνηση αγαπητού προσώπου6. φρ. α) «αγγίζω την καρδιά κάποιου»i) συγκινώ κάποιονii) κάνω κάποιον να μέ συμπαθήσειβ) «αλαφρώνω την καρδιά κάποιου» — ανακουφίζω κάποιονγ) «βγαίνει η καρδιά μου» ή «κόβεται η καρδιά μου» — πεθαίνωδ) «καίω την καρδιά κάποιου»i) κάνω κάποιον να υποφέρειii) κάνω κάποιον να μέ ερωτευθείε) (ειρωνικά) (για μη ευνοϊκή είδηση) «μού 'κάνες την καρδιά περιβόλι» — μέ δυσαρέστησεςστ) «κάνω καρδιά» ή «κάνω την καρδιά μου πέτρα» — κάνω κουράγιο, κάνω υπομονή ή αποκτώ θάρροςζ) «μαραίνει κάτι την καρδιά μου» — μέ λυπεί κάτι πολύη) «κλαίει η καρδιά μου» — λυπάμαιθ) «πήγε η καρδιά μου στον τόπο της» — έπαυσα να ανησυχώ, ησύχασαι) «πηδά η καρδιά μου» — χαίρομαι, λαχταρώια) «ρα(γ)ίζει η καρδιά μου» ή «ρα(γ)ίζεται η καρδιά μου» — θλίβομαι πολύιβ) «τρέμει η καρδιά μου» — φοβάμαι πολύ, τρομάζωιγ) «τό λέει η καρδιά μου» — έχω θάρρος, είμαι γενναίοςιδ) «μιλώ στην καρδιά κάποιου» — συγκινώ κάποιονιε) «χαλώ την καρδιά κάποιου» — δυσαρεστώ, στενοχωρώ κάποιονιστ) «ανοίγω την καρδιά μου» — μιλώ με ειλικρίνεια, εκμυστηρεύομαιιζ) «έχω (ή είμαι) ανοιχτή καρδιά» — είμαι προσηνής, είμαι ευπροσήγοροςιη) «έχω καλή καρδιά» — είμαι καλός άνθρωπος, είμαι καλόψυχοςιθ) «δεν τό βαστά η καρδιά μου»i) δεν το ανέχομαιii) δεν αντέχω σε μεγάλη συγκίνησηκ) «βάστα, καρδιά μου, βάστα» — πρέπει να κάνω υπομονή, πρέπει να αντέξωκα) «έχω σκληρή (ή μαύρη) καρδιά» — είμαι άσπλαχνοςκβ) «καρδιά χρυσή» ή «καρδιά ευγενική» — άνθρωπος αγαθός, ευγενικόςκγ) «μαύρη καρδιά» ή «κακή καρδιά» — άνθρωπος κακόςκδ) «καρδιά πέτρα» — άνθρωπος σκληρός, ανηλεήςκε) «πονετική καρδιά» — άνθρωπος πονόψυχοςκστ) «λόγια τής καρδιάς» — εγκάρδια, ειλικρινή λόγιακζ) «από καρδιάς» ή «μέσα από την καρδιά» ή «με όλη την καρδιά» — ολόψυχα, πρόθυμακη) «με ελαφριά καρδιά» ή «ελαφρά τῃ καρδίᾳ» — απερίσκεπτακθ) «τό τραβάει η καρδιά μου» — τό επιθυμώ πολύλ) «πήγε η καρδιά μου στον τόπο της» — αναθάρρησα, συνήλθα από τον φόβο μουλα) «έχω καρδιά αγκινάρα» — είμαι ερωτύλοςλβ) «ανακατώνεται η καρδιά μου» — αηδιάζω, έχω τάση για εμετό7. παροιμ. α) «έχει καρδιά για πόλεμο, μα δεν βαστάν τα κότσια» — για κάποιον που κάνει τον γενναίο, ενώ στην πραγματικότητα είναι δειλόςβ) «θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά» — γι' αυτούς που φαίνονται τέλειοι ενώ στην πραγματικότητα δεν αξίζουνγ) «κάλλιο κόμπο στο πουγγί, παρά κόμπο στην καρδιά» — είναι προτιμότερο να μη δίνεις δανεικά, παρά να δανείζεις και να στενοχωριέσαι γιατί δεν σού τά επιστρέφουνδ) «στον κάμπο δείχνετ' η καρδιά, στο μετερίζι η μαστοριά» — η μάχη σώμα με σώμα είναι η μόνη που απαιτεί γενναιότητανεοελλ.-μσν.1. (για τόπο) το κεντρικό σημείο («στην καρδιά τής Αθήνας»)2. φρ. α) «ανοίγω την καρδιά κάποιου» — χαροποιώ κάποιονβ) «βάζω (ή έχω) κάποιον στην καρδιά μου» — συμπαθώ πολύ κάποιον, αγαπώγ) «κλέβω την καρδιά κάποιου»i) απατώ, ξεγελώ κάποιονii) γοητεύω κάποιον δ) «τρώ(γ)ει κάτι την καρδιά μου» — μέ λυπεί κάτι, λυπούμαιε) «από βάθος καρδιάς» ή «από βάθους καρδίας» ή «εκ μέσου καρδίας» — με βαθύ και ειλικρινές αίσθημαστ) «δροσερεύω (ή δροσίζω) την καρδιά κάποιου» — ικανοποιώ, ανακουφίζω, παρηγορώζ) «βράζει η καρδιά μου» — ταράζομαι, θυμώνωη) «άπτει η καρδιά μου» — εξάπτομαι, εξοργίζομαιθ) «πηδά η καρδιά μου» — χαίρομαι, λαχταρώι) «καθαρή καρδιά» ή «καθαρά καρδία» — άνθρωπος αγνόςια) «με την καλή καρδιά» ή «με όλη την καρδιά»i) ολόψυχα, αφοσιωμέναii) (για παράκληση) θερμόταταιβ) «χάνω την καρδιά μου» — χάνω ό,τι πολυτιμότερο έχωμσν.1. συναίσθημα, αίσθημα2. χαρακτήρας, φύση3. υπόσταση, ύπαρξη4. φρ. α) «ἀνάβω τὴν καρδιὰ κάποιου» — συγκινώ κάποιονβ) «ἀναπαύεται ἡ καρδιά μου» — ησυχάζωγ) «ἅπτω τὴν καρδιὰ κάποιου» — κάνω κάποιον να μέ ερωτευθείδ) «βάνω τὴν καρδιὰ μου εἰς...» ή «βάνω τὴν καρδιὰ μου πρός»i) τηρώ, διαφυλάσσω κάτιii) δίνω σημασία σε κάτιε) «δυναμώνω τὴν καρδιά κάποιου» — δίνω θάρρος σε κάποιονστ) «εἶμαι δυνατῆς καρδιᾱς ἄνθρωπος» — είμαι άνθρωπος με σταθερό φρόνημαζ) «ζουρώνω τὴν καρδιὰν κάποιου» — προσβάλλω κάποιονη) «κρατῶ τὴν καρδιὰν κάποιου» — συγκινώ κάποιονθ) «νεύει ἡ καρδιὰ μου» — παρασύρομαιι) «στέκω εἰς μίαν καρδίαν» — ομονοώια) «συντυχαίνω ἐπί τὴν καρδίαν κάποιου» — συγκινώ κάποιον ιβ) «χωρίζω τὴν καρδιά κάποιου» — απελπίζω κάποιονιγ) «ψηλαίνει ἡ καρδιά μου» — υπερηφανεύομαι, επαίρομαιιδ) «ἀκάνθινη καρδιά» — άνθρωπος σκληρόςιε) (σε μάχη ή σε πόλεμο) «ἀπὸ καρδίας» — με γενναιότηταιστ) «εἰς μίαν καρδίαν» — με ομοψυχίαιζ) «ἐκ καρδίας» — σε μεγάλο βαθμόιη) «ἐκ στεναγμοῡ καρδίας» — με γοερό κλάμαιθ) «μὲ καρδιά» — πάρα πολύκ) «μετὰ καρδιᾱς ζεούσης» — προθυμότατακα) «στερεὰ καρδία» — σταθερότηταμσν.-αρχ.1. θάρρος2. φρόνημα3. ονομασία αστερισμώναρχ.1. το άνω στόμιο τού στομάχου2. το στομάχι3. (για σκεύη ή για τη θάλασσα) βυθός.[ΕΤΥΜΟΛ. Το όνομα καρδ-ία, σχηματισμένο κατά τα θηλ. σε -ία, όπως πολλά άλλα που δηλώνουν μέλος ή όργανο τού σώματος (πρβλ. αρτηρ-ία, κοιλ-ία), προέρχεται από μεταπλασμό ενός παλαιότατου ονόματος κῆρ < *κηρδ, που προέρχεται απευθείας από την ΙΕ ρίζα *kērd- «καρδιά». Στην κλίση του, καθώς και στην κλίση αντίστοιχων τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, εμφανίζεται η συνεσταλμένη βαθμίδα *kŗd- τής ρίζας (πρβλ. λατ. cord-is, αρχ. ελλ. καρδ-ία και κραδ-ίη). Μια παρέκταση -i- που εμφανίζεται και σε ορισμένες άλλες γλώσσες (πρβλ. λιθουαν. šird-is, ορμ. όργ. srt- iw, χεττ. γεν. kard-ias) συνέβαλε πιθ. στον μεταπλασμό τού κῆρ (και συγκεκριμένα από το συνεσταλμένης βαθμίδας θ. καρδ-) κατά τα θηλ. σε -ία, απ' όπου προέκυψε ο τ. καρδ-ία. Το νεοελλ. καρδιά με μετάθεση τού τόνου και συνίζηση τού άτονου πλέον -i-. Τέλος, ο αρχ. ποιητ. τ. κέαρ προέκυψε υποχωρητικά από τη δοτ. κῆρι τού κῆρ κατά το σχήμα ἦρι: ἔαρ πιθ. και με την επίδραση τού ἦπαρ. Η λ. καρδία απαντά σε πάμπολλα σύνθ. με τις μορφές καρδι(ο)- ως α' συνθετικό και -κάρδιος ή -καρδος ως β' συνθετικό.ΠΑΡ. καρδιακός, κάρδιον, καρδιώνωαρχ.καρδικόςμσν.καρδιόθεν μσν.-νεοελλ. καρδίτσα, καρδούλα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) Βλ. λ. καρδι(ο)-. (Β' συνθετικό) i) -κάρδιοςεγκάρδιος, περικάρδιος, σκληροκάρδιος, υποκάρδιοςαρχ.ακάρδιος, αψικάρδιος, βαθυκάρδιος, βαρυκάρδιος, βαρυμωροκάρδιος, διακάρδιος, δικάρδιος, ερυθροκάρδιος, ευκάρδιος, θρασυκάρδιος, ισχυροκάρδιος, κατακάρδιος, κλονοκάρδιος, λιθοκάρδιος, μελανοκάρδιος, νωθροκάρδιος, οξυκάρδιος, παχυκάρδιος, πονηροκάρδιος, προσκάρδιος, στερεοκάρδιος, στρεβλοκάρδιος, ταλακάρδιος, ταραξικάρδιος, ταχυκάρδιος, τλησικάρδιος, υψηλοκάρδιος, χαλκεοκάρδιοςνεοελλ.θελξικάρδιος, σπαραξικάρδιος, τερψικάρδιοςii) -καρδοςνεοελλ.αγριόκαρδος, άκαρδος, αλαφρόκαρδος, ανοιχτόκαρδος, βαριόκαρδος, βαρύκαρδος, γενναιόκαρδος, δειλόκαρδος, ζεστόκαρδος, κακόκαρδος, καλόκαρδος, λαγόκαρδος, λεοντόκαρδος, μεγαλόκαρδος, μικρόκαρδος, ολιγόκαρδος, πετρόκαρδος, πικρόκαρδος, πονόκαρδος, σκληρόκαρδος, στενόκαρδος, τρυφερόκαρδος, χρυσόκαρδος].
Dictionary of Greek. 2013.